Monday 12 May 2014

Ψευδομύξωμα Περιτοναίου Κείμενο


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το ψευδομύξωμα του περιτοναίου είναι σπάνια νόσος χαρακτηριζόμενη από διάτρηση επιθηλιακού όγκου, συνήθως της σκωληκοειδούς αποφύσεως, η οποία προκαλεί βραδεία και προοδευτική συγκέντρωση πολυεστιακών βλεννωδών νεοπλασματικών εμφυτεύσεων στην περιτοναϊκή κοιλότητα και βλεννώδη ασκίτη. Με την πάροδο του χρόνου η συσσώρευση βλέννης στην περιτοναϊκή κοιλότητα καταλήγει σε μεγάλη διάταση της κοιλίας και συνοδό μηχανική και λειτουργική απόφραξη του γαστρεντερικού σωλήνος. Η πάθηση περιλαμβάνει ασθενείς με διαφορετική και ανεπαρκώς προβλέψιμη έκβαση.
Iστορικώς, η πρώτη περίπτωση περιγράφηκε από τον C.F. Rokitanski το 1842. O όρος του ψευδομυξώματος του περιτοναίου επινοήθηκε από τον Werth το 188435, ο οποίος περιέγραψε βλεννώδη ωοθηκικό όγκο. Το 1901 ο Frankel περιέγραψε την πρώτη περίπτωση που συνοδευόταν με κύστη της σκωληκοειδούς αποφύσεως.
Πρώϊμες περιγραφές της καταστάσεως ανεγνώρισαν ένα βλεννώδη όγκο της σκωληκοειδούς αποφύσεως ως την πρωτοπαθή αιτία της νόσου. Όμως η έλλειψη γνώσεων, που αφορούσε την παθογένεση της σπάνιας αυτής καταστάσεως, προκάλεσε αριθμό παθήσεων, που καταλήγουν σε εκτεταμένη συγκέντρωση βλέννης  μέσα στη περιτοναϊκή κοιλότητα, να αποκληθούν ως ψευδομύξωμα του περιτοναίου. Αυτό συνέβη όταν ο όγκος προερχόταν από βλεννώδες αδένωμα της σκωληκοειδούς αποφύσεως, από βλεννοπαραγωγό αδενοκαρκίνωμα του στομάχου, από πρωτοπαθή βλεννώδη όγκο των ωοθηκών ή από βλεννώδη περιτοναϊκή καρκινωμάτωση αγνώστου πρωτοπαθούς όγκου. 
Πρόσφατα, μορφολογικές, ανοσοϊστοχημικές και μοριακές γενετικές μελέτες έχουν αναλύσει μεγάλο αριθμό περιπτώσεων ψευδομυξώματος του περιτοναίου, σε μία προσπάθεια να στοιχειοθετήσουν την σκωληκοειδή απόφυση ως την πρωτοπαθή θέση σε αμφότερα τα φύλα και να καθορίσουν ακριβέστερα τη φυσική πορεία της νόσου.
Οι Sugarbaker και συν.27 προσπάθησαν να επανακαθορίσουν την κλινική οντότητα, την οποία όρισαν ως σύνδρομο του ψευδομυξώματος του περιτοναίου. Πρότειναν δε ο όρος αυτός να περιορίζεται σε μία ιστολογική και προγνωστικώς ομοιογενή ομάδα ασθενών, που χαρακτηρίζονται από καλοήθεις περιτοναϊκούς όγκους, που συνδέονται με βλεννώδες αδένωμα προερχόμενο από τη σκωληκοειδή απόφυση. 
Ο όγκος αυτός εμφανίζει ύπουλη και σιωπηρή κλινική πορεία χωρίς να θεωρείται βιολογικά επιθετικός, επειδή δεν είναι διηθητικός ή μεταστατικός. Παθολογοανατομικώς, οι περιτοναϊκές βλεννώδεις βλάβες ορίζονται ως διάσπαρτη περιτοναϊκή βλεννοαδένωση  ή απλά βλεννοαδένωση (diffuse peritoneal adenomucinosis). Σύμφωνα με τον ορισμό αυτό, περιπτώσεις βλεννώδους περιτοναϊκής καρκινωματώσεως (diffuse peritoneal mucinous carcinomatosis) προερχόμενες από άλλες πρωτοπαθείς θέσεις εκτός της σκωληκοειδούς αποφύσεως, ασχέτως της παρουσίας άφθονης εξωκυττάριας βλέννης, δεν θα πρέπει να περιλαμβάνονται στο σύνδρομο του ψευδομυξώματος του περιτοναίου.

ΕΠΙΔΗΜΙΟΛΟΓΙΑ

Η συχνότητα είναι 1.2 περιπτώσεις/1.000.000 άτομα/έτος. Είναι ελαφρώς συχνότερη στις γυναίκες (αναλογία ανδρών-γυναικών 9:11). Ο μέσος όρος ηλικίας διαγνώσεως είναι τα 50 έτη, με διακύμανση 20-25 έτη.

ΠΑΘΟΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ-ΠΑΘΟΓΕΝΕΣΗ

Η τρέχουσα άποψη όσον αφορά την παθοφυσιολογία του ψευδομυξώματος του περιτοναίου μπορεί να περιληφθεί ως ακολούθως: Ένα αδένωμα αναπτύσσεται εντός του αυλού της σκωληκοειδούς αποφύσεως και η προοδευτική ανάπτυξη αυτού καταλήγει σε απόφραξη της σκωληκοειδούς αποφύσεως. Η απόφραξη συνεπάγεται διάταση του κορυφαίου τμήματος της σκωληκοειδούς όχι μόνον από την βλέννη, που παράγεται από το φυσιολογικό επιθήλιο της σκωληκοειδούς, αλλά και από το αδένωμα. Το τοίχωμα της σκωληκοειδούς αποφύσεως ρήγνυται και επακολουθεί διαφυγή βλέννης που περιέχει επιθηλιακά κύτταρα του αδενώματος.
Ανάλυση των δεδομένων δείχνει ότι η διεργασία αυτή στη μεγίστη πλειονότητα των περιπτώσεων είναι υποκλινικό γεγονός. Ακόμη οι ασθενείς, που διαγνώσκονται με σύνδρομο του  ψευδομυξώματος του περιτοναίου και υποβάλλονται σε χειρουργική επέμβαση για υποψία οξείας σκωληκοειδίτιδος, έχουν ήδη σημαντική νόσο, παρούσα σε όλη την έκταση της περιτοναϊκής κοιλότητος και της πυέλου. Η πιθανότερη εξήγηση είναι ότι η σκωληκοειδής απόφυση μπορεί επανειλημμένα να αποσυμφορείται με διάτρηση και επούλωση της διατρήσεως. Η πρωτοπαθής βλάβη μεγεθύνεται ολίγον με την πάροδο του χρόνου, αλλά τα επιθηλιακά κύτταρα διασπείρονται ευρέως στην περιτοναϊκή κοιλότητα, όπου και συνεχίζουν να πολλαπλασιάζονται και να παράγουν μεγάλες ποσότητες βλέννης. Τελικά ένα επεισόδιο διατάσεως και ρήξεως της σκωληκοειδούς θα καταλήξει σε βακτηριδιακή μόλυνση και μπορεί να εμφανισθούν συμπτώματα οξείας σκωληκοειδίτιδος. Σε πολλούς ασθενείς που χειρουργήθηκαν για οξεία σκωληκοειδίτιδα αναφέρθηκε ότι η βλέννη εκθλίβεται από τον αυλό της στην περιτοναϊκή κοιλότητα. Σε μία μελέτη αναφέρεται ότι συμπτώματα σκωληκοειδίτιδος συνέβησαν σε 27% των περιπτώσεων και ήταν η συνηθέστερη κλινική εικόνα26.
Η ποσότητα και η ποιότητα του βλεννώδους όγκου μέσα στην κοιλία και την πύελο χαρακτηρίζεται από το φαινόμενο της ανακατανομής. Νεοπλασματικά κύτταρα περιφράσσονται από ολισθηρό βλεννώδες δίκτυο που κινείται με τη φυσιολογική ροή του περιτοναϊκού υγρού. Κινητά τμήματα του περιτοναίου, όπως το περισπλάγχνιο πέταλο του λεπτού εντέρου, υφίστανται αραιές εμφυτεύσεις. Οι κοιλιακές επιφάνειες που απορροφούν περιτοναϊκό υγρό, όπως το μείζον επίπλουν και οι διαφραγματικές επιφάνειες, επιστρώνονται από νεοπλασματικά κύτταρα, καθώς υγρό έλκεται προς αυτές τις επιφάνειες. Μεγάλη συγκέντρωση όγκου στο μείζον επίπλουν συμβάλλει σημαντικά στην αύξηση της περιφέρειας της κοιλίας, η οποία συνιστά και την δεύτερη σε συχνότητα κλινική εικόνα, που σε μία μελέτη συνέβη σε 23% των περιπτώσεων26. 
Σε σημαντικό ποσοστό γυναικών (39%) η κλινική εικόνα είναι εκείνη της ωοθηκικής μάζας. Η παθοφυσιολογία μίας ωοθηκικής μάζας που συμβαίνει στην παρουσία ενός διατρηθέντος σκωληκοειδιτικού αδενώματος μπορεί να κατανοηθεί μελετώντας την ωοθηκική φυσιολογία κατά την διάρκεια της ωορηξίας. Το αναπαραγωγικό σύστημα της γυναικός παρουσιάζει τακτικές κυκλικές αλλαγές. Στη θυλακιώδη φάση κάθε ωοθηκικού κύκλου ένα ωοθυλάκιο αρχίζει να αναπτύσσεται και να διατείνεται. Περίπου την 14η ημέρα του καταμηνίου κύκλου, το διατεταμένο ωοθυλάκιο ρήγνυται και εκθλίβει το ωάριο εντός της περιτοναϊκής κοιλότητος. Το ραγέν ωοθυλάκιο ταχέως πληρούται με αίμα σχηματίζοντας το αιμορραγικό σωμάτιο. Κατά τον χρόνο της ρήξεως του ωοθυλακίου επιθηλιακά κύτταρα επιπλέουν στο περιτοναϊκό υγρό και προσκολλώνται στο ραγέν ωοθυλάκιο. Τα νεοπλασματικά αυτά κύτταρα παγιδεύονται στο ωχρό σωμάτιο και πολλαπλασιάζονται εντός της ωοθήκης, ενώ η επιφάνειά της υφίσταται την φυσιολογική επουλωτική διεργασία  χωρίς κανένα στοιχείο βλεννώδους όγκου εντός αυτής. Με τον καιρό μία κυστική ωοθηκική μάζα προβάλλουσα λόγω διαστολής των βλεννωδών νεοπλασματικών κυττάρων θα καταστεί συμπτωματική και εμφανής στην πυελική εξέταση. Το σύμπτωμα αυτό δεν καταγράφηκε στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες.
Τα ελευθέρως επιπλέοντα κύτταρα μεταναστεύουν στο περιτοναϊκό υγρό γύρω στη περιτοναϊκή κοιλότητα και την πύελο και μπορεί να συσσωρευθούν στον περιτοναϊκό σάκο όμφαλοκήλης ή στον ελυτροειδή χιτώνα του οσχέου. Καθώς τα κύτταρα αυτά αναπτύσσονται και παράγουν βλέννη μπορεί να παράξουν αρχόμενη ομφαλοκήλη ή βουβωνοκήλη. Η κήλη είναι η τέταρτη συχνότερη κλινική εικόνα σε μία μελέτη26. Ανακεφαλαιώνοντας το σύνδρομο του ψευδομυξώματος του περιτοναίου προκαλείται από αδένωμα της σκωληκοειδούς αποφύσεως το οποίο διατείνει τη σκωληκοειδή απόφυση , η οποία ρήγνυται απελευθερώνοντας νεοπλασματικά κύτταρα, τα οποία εκκρίνουν βλέννη μέσα στη περιτοναϊκή κοιλότητα. Στη πλειονότητα των ασθενών η αρχική ρήξη της σκωληκοειδούς  είναι υποκλινικό συμβάν. Η εξέλιξη του βλεννώδους όγκου συνεχίζει καθώς και η παραγωγή βλέννης συνεχίζεται ανακατανέμοντας την διεργασία στην περιτοναϊκή κοιλότητα και την πύελο. Η θέση, στην οποία η διεργασία παρουσιάζεται κλινικώς ή προκαλεί συμπτωματολογία, υπαγορεύεται από παράγοντες του ασθενούς, όπως η εξέλιξη μέσα σε κηλικό σάκο ή σε ραγέν ωοθυλάκιο.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ

Ο πρωτοπαθής όγκος φαίνεται να προέρχεται από τα λαγηνοειδή ή καλυκοειδή κύτταρα που εκκρίνουν την πρωτεϊνη MUK-2, κυρίως από αυτά τα κύτταρα της σκωληκοειδούς αποφύσεως. Τo K-ras  (p53) γονίδιο μπορεί να εμπλέκεται στην ογκογένεσή των. Μπορεί να διαγνωσθεί σε φάσμα άλλων καταστάσεων, ενώ η πλειονότητά τους συνοδεύεται με καρκίνο της σκωληκοειδούς. Άλλες καταστάσεις μπορεί να ανεβρεθούν, περιλαμβανομένης της διάσπαρτης περιτοναϊκής βλεννοαδενώσεως, των περιτοναϊκών καρκινωμάτων, μερικών  βλεννωδών όγκων (βλεννώδες αδενοκαρκίνωμα, βλεννώδες κυσταδένωμα και βλεννώδες κυσταδενοκαρκίνωμα), καθώς επίσης  και άλλων νοσηρών καταστάσεων. Άλλες πρωτοπαθείς θέσεις που έχουν αναφερθεί περιλαμβάνουν το κόλον, το ορθό, το στομάχι, τη χοληδόχο κύστη και το χοληδόχο πόρο, το λεπτό έντερο, την ουροδόχο κύστη, τους πνεύμονες, το μαστό, τις σάλπιγγες και το πάγκρεας.

ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ

Ανάλογα με την κλινική εικόνα οι ασθενείς ταξινομούνται σε 7 ομάδες:
1η ομάδα: Τυχαία αποκάλυψη σε χειρουργική επέμβαση για υποψία οξείας σκωληκοειδίτι-δος.
2η ομάδα: Αύξηση της περιμέτρου της κοιλίας. (Εικόνα 1)
3η ομάδα: Γυναίκες στις οποίες η εικόνα εκλαμβάνεται ως ωοθηκικός όγκος.
4η ομάδα: Ασθενείς χειρουργούμενοι για κήλη του κοιλιακού τοιχώματος με περιεχόμενο βλέννη εντός του κηλικού σάκκου. Η όλη εικόνα προεγχειρητικώς είναι συμβατή με αρχόμενη κήλη.
5η ομάδα: Κανένα ειδικό ενόχλημα, εκτός από τη διάγνωση της παρουσίας ασκίτου, με συνέπεια η ερευνητική κοιλίας να οδηγήσει στη διάγνωση ψευδομυξώματος του περιτοναίου. Η προοδευτική αύξηση της περιφέρειας της κοιλίας (σύμπτωμα) είναι διαφορετική από την παρουσία ασκίτου (κλινικό σημείο). Η πρώτη αφορά σύμπτωμα για το οποίο παραπονείται ο ασθενής, ενώ η δεύτερη είναι κλινικό σημείο, που η διερεύνησή του οδηγεί στην αναγνώριση υγρού εντός της κοιλίας.
6η ομάδα: Κοιλιακό άλγος.
7η ομάδα: Ενοχλήματα εκτός των ανωτέρω.

ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΗ ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ
Υπάρχει σημαντικός διάλογος που αφορά την ιστοπαθολογική ταξινόμηση του ψευδομυξώματος του περιτοναίου. To 1995 o Ronnett19 πρότεινε το διαχωρισμό του σε δύο κατηγορίες: Αδένωμα (διάσπαρτη περιτοναϊκή βλεννοαδένωση) και καρκίνωμα (διάσπαρτη περιτοναϊκή βλεννώδης καρκινωμάτωση), με τρίτη κατηγορία που αφορούσε περιπτώσεις με ενδιάμεσα χαρακτηριστικά.
Η νέα ιστολογική ταξινόμηση μπορεί να είναι σημαντική στην κατανόηση της φυσικής πορείας της νόσου.
Η βλεννοαδένωση (adenomucinosis) χαρακτηρίζεται από πολυεστιακούς βλεννώδεις όγκους συμπεφυμένους, αλλά όχι διηθητικούς, στα πέταλα του περιτοναίου (περισπλάγχνιο και περίτονο). Μικροσκοπικώς οι περιτοναϊκές βλάβες περιέχουν αραιό, ιστολογικώς καλόηθες βλεννώδες επιθηλίο μέσα σε άφθονη εξωκυττάριο βλέννη. Μία έντονη υαλοειδοποιημένη ινώδης αντίδραση διαχωρίζουσα τη βλέννη σε λίμνες είναι ένα άλλο σημαντικό χαρακτηριστικό στοιχείο της βλάβης. Διεγχειρητικώς οι βλεννώδεις εμφυτεύσεις έχουν χαρακτηριστική κατανομή. Υπάρχει μη διηθητική προσβολή των τοιχωματικών περιτοναϊκών επιφανειών και, με φειδώ, των περιτοναϊκών επιφανειών του εντέρου και του μεσεντερίου. Αυτό έχει αναφερθεί ως φαινόμενο ανακατανομής.
To βλεννώδες αδενοκαρκίνωμα χαρακτηρίζεται από διηθητικές περιτοναϊκές βλάβες συνιστάμενες από άφθονο επιθήλιο με αδενική ή σφραγιδοκυτταρική μορφολογία, με αρκετή αρχιτεκτονική πολυπλοκότητα και κυτταρολογική ατυπία, που δικαιολογεί τη διάγνωση του βλεννώδους αδενοκαρκινώματος.
Περαιτέρω, το βλεννώδες αδενοκαρκίνωμα διαχωρίζεται σε τρεις βαθμούς,  αξιολογώντας το επιθηλιακό περιεχόμενο των όγκων, για να περιγραφεί πληρέστερα η ιστολογική πρόοδος του όγκου. Τα καλής διαφοροποιήσεως βλεννώδη αδενοκαρκινώματα χαρακτηρίζονται από απλούς σωληνώδεις αδένες. Τα νεοπλασματικά κύτταρα έχουν παρόμοια πολικότητα με το επιθήλιο του αδενώματος. Η ατυπία των νεοπλασματικών κυττάρων είναι αξιοσημείωτη  με αναγνωριζόμενη διηθητική συνιστώσα.
Τα μέσης διαφοροποιήσεως δείχνουν χαρακτηριστικά μεταξύ των καλής και κακής διαφοροποιήσεως αδενοκαρκινωμάτων, συνιστάμενα από συμπαγή στρώματα κακοήθων κυττάρων αναμιγνυομένων με αδενικούς σχηματισμούς. Η πολικότητα των νεοπλασματικών κυττάρων είναι μικρή ή απούσα.
Τα χαμηλής διαφοροποιήσεως βλεννώδη αδενοκαρκινώματα συνίστανται από ανώμαλους αδενικούς σχηματισμούς ή από παντελή έλλειψη αδενικής διαφοροποιήσεως. Σε μερικές περιπτώσεις αναγνωρίζονται σφραγιδοκύτταρα.
Μικτοί βλεννώδεις όγκοι της σκωληκοειδούς, όπως περιγράφονται από τα κριτήρια Ronnett, περιλαμβάνουν εστίες ενδιάμεσου τύπου και διάχυτη περιτοναϊκή βλεννοαδένωση, εμφανίζονται ιστολογικώς στο ίδιο κλινικό υλικό. Οι μικτοί όγκοι δείχνουν, προεξαρχόντως, ιστολογικά χαρακτηριστικά βλεννώδους αδενωματώσεως. Όμως, αναγνωρίζονται στις περισσότερες βλάβες εστίες καλώς διαφοροποιημένου αδενοκαρκινώματος (<5% των νεοπλασματικών κυττάρων).

ΠΕΡΙΤΟΝΑΪΚΟΣ ΚΑΡΚΙΝΙΚΟΣ ΔΕΙΚΤΗΣ
Ο δείκτης αυτός αφορά ποσοτική αξιολόγηση του καρκινικού φορτίου στην κοιλία και την πύελο. Στον υπολογισμό του λαμβάνονται υπόψη δύο παράμετροι. Η μία αφορά την κατανομή του όγκου στην κοιλία και την πύελο και η έτερη τη βαθμονόμηση του μεγέθους του όγκου.
Η πρώτη αφορά τα ανατομικά οδηγά σημεία που περιβάλλουν την κοιλία και την πύελο. Δύο εγκάρσια και τρία κάθετα  πλάνα χρησιμοποιούνται για να διαχωρίσουν  την περιοχή της κοιλίας-πυέλου σε εννέα περιοχές. Το ανώτερο εγκάρσιο πλάνο διέρχεται δια των κατωτέρων πλευρικών τόξων. Το κατώτερο εγκάρσιο πλάνο διέρχεται δια των προσθίων άνω λαγονίων ακανθών. Τα κάθετα πλάνα διαχωρίζουν την κοιλία σε τρία ίσα τμήματα. Οι περιοχές αριθμούνται  από 0-8 αρχίζοντας από την ομφαλική περιοχή και προχωρώντας την αρίθμηση ωρολογιακώς. Το λεπτό έντερο διαχωρίζεται σε 4 περιοχές: ανώτερη νήστιδα (Νο 9), κατώτερη νήστιδα (Νο 10), ανώτερο ειλεό (Νο11) και κατώτερο ειλεό (Νο 12). Η βαθμονόμηση του περιτοναϊκού δείκτου κυμαίνεται μεταξύ 0 (μη σημειούμενος όγκος) και 39. (Πίνακας 1)
Στο σύστημα της ταξινομήσεως αυτής, η πρώτη χαρακτηρίζεται από περιτοναϊκές βλάβες συνιστάμενες από άφθονη εξωκυττάριο βλέννη περιέχουσα αραιά απλά ή εστιακά υπερπλαστικά βλεννώδη επιθήλια με ελάχιστη ή μικρή ατυπία ή μιτωτική δραστηριότητα. Με άλλα λόγια τα περισσότερα κύτταρα μοιάζουν σχεδόν φυσιολογικά και δεν υπάρχουν ίχνη μιτώσεων, οι οποίες θα έδειχναν ότι τα κύτταρα διαιρούνται ταχέως με ή χωρίς συνοδό βλεννώδες αδένωμα της σκωληκοειδούς.
Η δεύτερη κατηγορία χαρακτηρίζεται από περιτοναϊκές βλάβες συνιστάμενες από άφθονο βλεννώδες επιθήλιο με αρχιτεκτονικά και κυτταρολογικά χαρακτηριστικά καρκινώματος (ανώμαλα κύτταρα, στοιχεία ότι τα κύτταρα διαιρούνται ταχέως και άλλα κριτήρια) με ή χωρίς συνοδό πρωτοπαθές βλεννώδες αδενοκαρκίνωμα.
Οι Bradley και συν.2 υποστηρίζουν ότι η συνεχιζόμενη χρήση μη κακοήθων όρων δηλαδή αδένωμα για τις περιπτώσεις με χαρακτηριστικά χαμηλής κακοήθειας, όπως η διάσπαρτη ενδοπεριτοναϊκή βλεννοαδένωση, είναι παραπλανητικός, επειδή το ψευδομύξωμα του περιτοναίου είναι νοσηρά κατάσταση, που καταλήγει από διήθηση της περιτοναϊκής κοιλότητος από μη ελεγχόμενη κυτταρική ανάπτυξη. Επίσης, υποστηρίζει  ότι ένα αδένωμα, εξ ορισμού, είναι όγκος περιοριζόμενος στο βλεννογόνο της σκωληκοειδούς με κανένα απολύτως στοιχείο διηθήσεως πέραν της βλεννογονίου μυϊκής στιβάδος.

ΔΙΑΓΝΩΣΗ

Η νόσος συχνά διαγνώσκεται κατά τη διάρκεια άλλων επεμβάσεων για άλλες καταστάσεις δηλαδή πλαστικής κήλης, μετά από την οποία ένας έμπειρος παθολογοανατόμος μπορεί να επιβεβαιώσει τη διάγνωση. Προχωρημένες καταστάσεις μπορεί να παρουσιασθούν ως ψηλαφητοί όγκοι κοιλίας ή ως διάταση της κοιλίας (jelly belly). (Εικόνα 2) Λόγω της σπανιότητος της νόσου, είναι σημαντικό να αποκτήσουμε ακριβή διάγνωση ώστε να εφαρμοσθεί η σωστή θεραπεία.
Οι διαγνωστικές δοκιμασίες περιλαμβάνουν απεικονιστικές εξετάσεις, αξιολόγηση βιοδεικτών και εξέταση ιστικού δείγματος μέσω λαπαροσκοπήσεως. Στις περισσότερες περιπτώσεις η κολονοσκόπηση είναι ακατάλληλη ως διαγνωστικό εργαλείο, επειδή στις  περιπτώσεις αυτές ο καρκίνος της σκωληκοειδούς διηθεί την περιτοναϊκή κοιλότητα, αλλά όχι το κόλον, παρότι ενίοτε αναφέρεται και διασπορά μέσα στο κόλον. (Εικόνα 3)
Η τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων (PET Scan) μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αξιολογηθεί υψηλής κακοήθειας αδενοκαρκίνωμα, αλλά η εξέταση αυτή δεν είναι αξιόπιστη για την αποκάλυψη των χαμηλής κακοήθειας όγκων, επειδή δεν προσλαμβάνουν τη χρωστική που εμφανίζεται στο Scan. Επίσης, νέες τεχνικές μαγνητικής τομογραφίας (MRI) εξελίσσονται, αλλά επί του παρόντος δεν αποτελούν τυπικό διαγνωστικό εργαλείο. Η διάγνωση τίθεται συνήθως  μέσω της ιστολογικής εξετάσεως. (Εικόνα 4), (Εικόνα 5)
Πολλοί ασθενείς υποβάλλονται σε αξονική τομογραφία ως μέρος του διαγνωστικού ελέγχου. Δεδομένου του προτύπου διασποράς της νόσου, το ψευδομύξωμα του περιτοναίου μπορεί να αναγνωρισθεί ευκόλως στην αξονική τομογραφία  και από την άποψη αυτή η θέση του ακτινολόγου στη διάγνωση είναι μοναδική.
Η παρουσία οδοντώσεως των σπλάγχνων, διαφραγμάτων ή ασβεστώσεως στο βλεννώδες υλικό, η μετατόπιση του λεπτού εντέρου προς τα πίσω ή κεντρικώς, η απόφραξη του εντέρου, ο σκωληκοειδιτικός όγκος και η ωοθηκική μάζα συνιστούν απεικονιστικά ευρήματα της νόσου.
Περιπτώσεις με μικρό όγκο (φορτίο) νόσου παρουσιάζουν εστιακές συλλογές στη περιτοναϊκή κοιλότητα χαμηλής εξασθενήσεως ή μεγάλες συλλογές με εικόνα υψηλής εξασθενήσεως. Αυτό μπορεί να οφείλεται σε συμπαγή στοιχεία μέσα στο βλεννώδες υλικό ή σε συμπίεση του μεσεντερίου. (Εικόνα 6) H οδοντωτή απεικόνιση των σπλαγχνικών επιφανειών (ιδιαίτερα του ήπατος) (Εικόνα 7) είναι το διαγνωστικό σημείο, το οποίο διακρίνει τον βλεννώδη από τον υδαρή ασκίτη  και αναγνωρίζεται σε όλες τις περιπτώσεις.
Διαφραγμάτια αναγνωρίζονται μέσα στο βλεννώδες υλικό. (Eικόνα 8) Επίσης, μη ειδική αποτιτάνωση σε μικρού όγκου, αλλά όχι σε μεγάλου όγκου, ψευδομύξωμα του περιτοναίου,  αν και η παρατήρηση αυτή δεν είναι πάντοτε αποκλειστική της νόσου. (Eικόνα 9) Συνεπώς υπάρχουν χαρακτηριστικά στην αξονική τομογραφία, τα οποία διακρίνουν το ψευδομύξωμα του περιτοναίου από άλλες αιτίες βλεννώδους ασκίτου. Η εικόνα συγκεντρώσεως της νόσου, όμως, είναι χαρακτηριστική και θα πρέπει να υποδηλώνει τη διάγνωση. Η κυκλοφορία του περιτοναϊκού υγρού στην περιτοναϊκή κοιλότητα υπαγορεύεται από την βαρύτητα,  τις αλλαγές πιέσεως που συνοδεύουν την αναπνοή και τα φυσιολογικά όρια των περιτοναϊκών ανακάμψεων.
Η βλέννη, η παραγόμενη από τα κύτταρα του ψευδομυξώματος του περιτοναίου, προσφύεται ασθενώς και κυκλοφορεί με το περιτοναϊκό υγρό. Αποκολλάται ευκόλως από τις ορογονικές επιφάνειες του εντέρου με τις συνεχείς περιστάλσεις. Συνήθως τα κύτταρα εμφυτεύονται σε θέσεις σχετικής στάσεως. Η διεργασία αυτή έχει αποκληθεί  φαινόμενο της ανακατανομής. 
Η μικρού όγκου νόσος αντιπροσωπεύει πρώϊμα στάδια του ψευδομυξώματος του περιτοναίου προτού η περιτοναϊκή κοιλότητα πληρωθεί με νόσο. O δουγλάσιος χώρος (περιτοναϊκή ανάκαμψη), οι υποδιαφραγματικές και οι ηπατο-σπληνικές επιφάνειες είναι οι συνηθέστερες θέσεις που προσβάλλονται. Αυτό είνα προβλέψιμο, άπαξ τα εκκρίνοντα βλέννη κύτταρα, από την ρήξη του σκωληκοειδιτικού όγκου, μεταφερθούν στο δουγλάσιο χώρο και μέσω της δεξιάς παρακολικής αύλακος στο δεξιό υποδιαφραγματικό χώρο. Καθώς ο δρεπανοειδής κι οι φρενοκολικοί σύνδεσμοι αποτελούν φυσικά εμπόδια στη διασπορά της νόσου προς τον αριστερό υποδιαφραγματικό χώρο, αποτελεί έκπληξη να διαπιστώνει κανείς ίση κατανομή εναποθεσέως βλέννης σε αμφότερους τους υποδιαφραγματικούς χώρους και στις επιφάνειες ήπατος και σπληνός.
Ένας όγκος σκωληκοειδούς αποφύσεως αναγνωρίσθηκε σε μία περίπτωση με χαμηλού όγκου νόσο (Eικόνα 10) και σε καμία περίπτωση με μεγάλου όγκου νόσο. Σε μεγάλου όγκου νόσο,  ο όγκος της σκωληκοειδούς σπανίως αναγνωρίζεται μέσα στον μεγάλου όγκου ασκίτη. Πράγματι, είναι συχνά δύσκολο να ευρεθεί στην εγχείρηση, καθώς η σκωληκοειδής απόφυση μπορεί να είναι μικρή και ινώδης.
Σύγχρονοι βλεννώδεις όγκοι των ωοθηκών αναφέρονται ότι συμβαίνουν σε >44% των περιπτώσεων με ψευδομύξωμα του περιτοναίου στις γυναίκες και είναι αφοτερόπλευρος σε 80% των περιπτώσεων19.
Πολύ συζήτηση έχει γίνει, εάν ο πρωτοπαθής όγκος εντοπίζεται στη σκωληκοειδή απόφυση ή στην ωοθήκη. Η γενική παραδοχή είναι ότι ο όγκος εντοπίζεται στη σκωληκοειδή, η οποία ρήγνυται και διασπείρεται στις ωοθήκες διακοιλιακώς.
Το βλεννώδες υλικό μπορεί να πληρώσει τους σάκους κηλών, όπως ομφαλοκήλης,  βουβωνοκήλης ή διαφραγματοκήλης τύπου ΙΙ, (Eικόνα 11) και μεγάλες ποσότητες βλεννώδους υλικού μπορεί να εγκολπωθούν στο ήπαρ και το σπλήνα δίδοντας την εντύπωση περεγχυματικών εναποθέσεων. (Eικόνα 12) Οι συμπιέσεις του εντέρου είναι χαρακτηριστικού εύρους σε μεγάλου όγκου ψευδομύξωμα του περιτοναίου. Αμφότερα, κεντρική και οπισθία μετατόπιση του λεπτού εντέρου ή συμπίεση οπισθοπεριτοναϊκών οργάνων είναι συνήθεις. (Eικόνα 13) Εναπόθεση στην υπεζωκοκική κοιλότητα  είναι ασύνηθες εύρημα (Eικόνα 14) και πιθανόν οφείλεται σε συγγενή πλευροπεριτοναϊκή επικοινωνία ή σε άμεση διήθηση του διαφράγματος.

ΘΕΡΑΠΕΙΑ

H θεραπεία του ψευδομυξώματος του περιτοναίου λόγω της σπανιότητος και της βραδείας φυσικής πορείας της νόσου ποικίλλει, από στάση αναμονής μέχρι ογκομειωτική ή κυτταρομειωτική χειρουργική και υπερθερμική ενδοπεριτοναϊκή χημειοθεραπεία.

XΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ
Η standard θεραπεία του βλεννώδους αδενοκαρκινώματος με κλινική εικόνα ψευδομυξώματος του περιτοναίου αφορά κυτταρομειωτική χειρουργική με ενδοπεριτοναϊκή υπερθερμική χημειοθεραπεία. Μερικοί χειρουργοί εφαρμόζουν και επικουρική μετεγχειρητική χημειοθεραπεία συμπληρωματικώς των ανωτέρω.
Σε περιπτώσεις που η χειρουργική δεν κρίνεται αναγκαία αμέσως, οι ασθενείς παρακολουθούνται με αξονική τομογραφία και βιοδείκτες στην εξέλιξη των συμπτωμάτων της νόσου, προκειμένου να καθορισθεί εάν είναι αιτιολογημένη η χειρουργική θεραπεία. Αν και η ριζική χειρουργική επέμβαση είναι μάλλον εκτεταμένη επέμβαση, οι ασθενείς μπορεί να αναρρώσουν από την χειρουργική και η πλειονότητα των ασθενών να έχουν παραγωγική ζωή.

ΠΛΗΡΟΤΗΤΑ ΚΥΤΤΑΡΟΜΕΙΩΤΙΚΗΣ ΕΠΕΜΒΑΣΗΣ
H βαθμονόμηση της πληρότητος των κυτταρομειωτικών επεμβάσεων είναι η εκτίμηση της υπολειμματικής νόσου η οποία παραμένει μετά τη χειρουργική επέμβαση.  Η περιοχή δε που περιέχει την μεγαλύτερη μάζα υπολειμματικής νόσου θα πρέπει να σημειωθεί μετά την επέμβαση. Η βαθμονόμηση της πληρότητος κυμαίνεται από LS-0 έως LS-3. Η εκτομή με πρόσημο LS-0 δείχνει ασθενείς στους οποίους δεν φαίνεται καθόλου όγκος  σε όλη την κοιλία και την πύελο κατά την διάρκεια της πορείας της επεμβάσεως. Αυτοί είναι ασθενείς με αποχωριζόμενους νεοπλασματικούς όζους ή όγκο εγκλωβισμένο μέσα σε ουλώδη ιστό ή είναι ασθενείς που έχουν πλήρη ανταπόκριση στην εισαγωγή χημειοθεραπείας. Η εκτομή με πρόσημο LS-1 αφήνει πίσω όγκους  διαμέτρου <2.5 mm και η εκτομή με πρόσημο με LS-3 αφήνει όγκους διαμέτρου  >2.5 cm ή υπάρχει συρροή όγκου σε οποιαδήποτε θέση.
Στο παρελθόν η θεραπεία συνίστατο σε επανειλημμένες χειρουργικές επεμβάσεις, που εστιάζοντο στην εκκένωση όσο το δυνατόν μεγαλύτερης ποσότητας βλεννωδών μαζών και ελεύθερης βλέννης. Τελικά δεν υπήρχαν περαιτέρω χειρουργικές επιλογές με συνέπεια οι ασθενείς να καταλήγουν από εντερική απόφραξη και ασιτία. Η προσέγγιση αυτή κατέληγε σε μέση επιβίωση 2.5 ετών με λίγους ασθενείς να φθάνουν τα 5 χρόνια8,26,28.
Τρεχόντως οι επεμβάσεις εκτομής του περιτοναίου, που επιτρέπουν στο χειρουργό να αφαιρέσει πλήρως όλο το προσβεβληθέν περίτονο και περισπλάγχνιο πέταλο του περιτοναίου σε συνδυασμό με τεχνικές περιεγχειρητικής ενδοπεριτοναϊκής χημειοθεραπείας έχουν αλλάξει την προσέγγιση στους ασθενείς με το σύνδρομο του ψευδομυξώματος του περιτοναίου. 
Πλέον, η θεραπεία δεν έχει ανακουφιστικό σκοπό με χειρουργικές επεμβάσεις που προσωρινά ανακουφίζουν από τα συμπτώματα, αλλά έχει πρόθεση ιάσεως. Η έκβαση των ασθενών αυτών είναι τώρα 5ετής ελεύθερη νόσου επιβίωση σε 87% των ασθενών28.  Η θεραπευτική αυτή στρατηγική έχει θνησιμότητα 3%19. Ταχεία αναγνώριση της κλινικής εικόνας σε συνδυασμό με επιθετικές θεραπείες (εκτομή περιτοναίου και περιεγχειρητική ενδοπεριτοναϊκή χημειοθεραπεία) καταλήγει σε καλύτερο αποτέλεσμα. Η πρώϊμη αναφορά και παραπομπή των ασθενών μειώνει τη νοσηρότητα και τη θνησιμότητα αυτών.

ΧΗΜΕΙΟΘΕΡΑΠΕΙΑ
Η χημειοθεραπεία (mitomycin C) μπορεί να εγχυθεί κατ’ευθείαν στην περιτοναϊκή κοιλότητα μετά την κυτταρομειωτική επέμβαση για να φονεύσει τα εναπομείναντα μικροσκοπικά καρκινικά κύτταρα και τα ελεύθερα επιπλέοντα κύτταρα. Η υπερθερμική χημειοθεραπεία εφαρμόζεται για 1-2 ώρες ως τελικό βήμα της κυτταρομειωτικής επεμβάσεως  ή εγκαθίστανται θυρίδες (portals) που θα επιτρέψουν την κυκλοφορία ή/και την παροχέτευση των χημειοθεραπευτικών (5-FU) για 1-5 ημέρες μετεγχειρητικώς. Το τελευταίο μπορεί να χορηγηθεί σε πολλαπλούς κύκλους για μερικούς μήνες μετά την χειρουργική επέμβαση.
Η συστηματική χημειοθεραπεία μπορεί να χορηγηθεί σαν επιπρόσθετη ή επικουρική θεραπεία. Λόγω της μεγάλης διαθέσεως χημειοθεραπευτικών σχημάτων, που έχουν αναπτυχθεί για τον καρκίνο του παχέος εντέρου, μερικοί ασθενείς έχουν βιώσει επιβράδυνση της αναπτύξεως του όγκου με την συστηματική χημειοθεραπεία, η οποία γενικά επιφυλάσσεται για προχωρημένη νόσο, υποτροπή νόσου ή νόσο που έχει διασπαρεί στους λεμφαδένες ή σε απομακρυσμένες θέσεις.
Η νόσος μπορεί να υποτροπιάσει μετά από χειρουργική επέμβαση και χημειοθεραπεία. Η περιοδική παρακολούθηση με αξονική τομογραφία και βιοδείκτες χρησιμεύει στην παρακολούθηση της υποτροπής της νόσου. Eρευνητικές προσπάθειες έχουν αρχίσει με νέες φαρμακευτικές θεραπείες, που βασίζονται στη μελέτη της υπερεκφράσεως της πρωτεϊνης MUK-2.
Η ιδεώδης θεραπεία των ασθενών με ψευδομύξωμα του περιτοναίου παραμένει ασθενώς καθορισμένη. Αν και μερικοί συγγραφείς αμφισβητούν αν θα πρέπει να γίνεται κυτταρομειωτική επέμβαση σε εκλεκτική βάση, οι περισσότεροι συμφωνούν ότι οι ασθενείς με ψευδομύξωμα του περιτοναίου αντιμετωπίζονται καλύτερα, τουλάχιστον αρχικά, με επιθετική τοπική θεραπεία.
Σήμερα συνιστάται επιθετική κυτταρομειωτική επέμβαση δηλαδή ριζική περιτοναιοεκτομή ακολουθούμενη από ενδοπεριτοναϊκή χημειοθεραπεία. Αναφορές από τη θεραπεία αυτή έχουν δείξει παρατεταμένη επιβίωση και υποστηρίζεται από μερικούς ότι είναι θεραπευτική. Μερικά ερωτήματα εγείρονται από τις αναφορές αυτές, σε συνδυασμό με τη συνοδό νοσηρότητα και θνησιμότητα, που έχουν κάνει άλλους να εφαρμόζουν τη μέθοδο αυτή με προσοχή και επιλεκτικά.
Στο Memmorial Sloan Kettering Cancer CenterSKCC) της Ν.Υόρκης, η προσέγγιση του ψευδομυξώματος του περιτοναίου είναι η εστίαση πρωταρχικά  στην αντιμετώπιση των συμπτωμάτων με χειρουργική θεραπεία. Επί του παρόντος πλήρης κυτταρομείωση επιχειρείται ιδιαίτερα στην 1η επέμβαση, αλλά όχι εις βάρος της ποιότητος ζωής του ασθενούς. Εκτομή μεγάλων οργάνων, περιλαμβανομένων της γαστρεκτομής και της ορθεκτομής, σπανίως εκτελείται. Ενδοπεριτοναϊκές χημειοθεραπείες εκτελούνται επιλεκτικά σε ασθενείς που μπορεί να υποστούν πλήρη ή σχεδόν πλήρη κυτταρομείωση. Ο χρόνος των επακόλουθων επανεπεμβάσεων καθοδηγούνται γενικά από τα συμπτώματα.

ΠΡΟΓΝΩΣΗ-ΕΚΒΑΣΗ

Η επιβίωση είναι παραδοσιακά η σημαντικότερη έκβαση της καρκινικής θεραπείας. H γενική επιβίωση σημαίνει θάνατο από οποιαδήποτε αιτία και αντιπροσωπεύει μία διακριτή, αναπαράξιμη και παγκόσμια αναγνωρισμένη μέτρηση. Για να αξιολογήσουμε σωστά την έκβαση όμως διαφορετικά end points μπορεί να είναι περισσότερο κατάλληλα.
Η ελευθέρα νόσου επιβίωση είναι σημαντική στη περίπτωση επικουρικής θεραπείας και η ελεύθερη εξελίξεως (προόδου) νόσος είναι σημαντική στη μεταστατική νόσο. Η ελέυθερη συμπτωμάτων επιβίωση είναι σημαντική στην κατάσταση παρηγορητικής θεραπείας και η ελεύθερη επεισοδίων επιβίωση στη μακροπρόθεσμη αξιολόγηση των δυνητικώς ιασίμων καταστάσεων. Χωρίς να γνωρίζουμε την φυσική πορεία της νόσου (δηλαδή την αναμενόμενη επιβίωση χωρίς θεραπεία) είναι δύσκολο, εάν όχι αδύνατον, να σχεδιασουμε κλινικές δοκιμές, προκειμένου να εκτιμήσουμε εάν ο ασθενής θα ωφεληθεί από τη θεραπεία. Το πλείστον της βιβλιογραφίας, που αναφέρεται στο θέμα, βασίζεται στη γενική επιβίωση. Η αξία της γενικής επιβιώσεως ως τελικό σημείο μελέτης, όταν μελετούμε ασθενείς με ψευδομύξωμα του περιτοναίου, είναι περιορισμένη και ανεπαρκής να χαρακτηρίσει την απήχηση (αντίκτυπο) της υποτροπής της νόσου, την τρέχουσα θεραπεία και την τοξικότητα, που σχετίζεται με τη θεραπεία στην ποιότητα ζωής του ασθενούς σε αυτήν την ύπουλη και βραδέως εξελισσόμενη νόσο. Λόγω της περιορισμένης κατανοήσεως της φυσικής πορείας των ασθενών με ψευδομύξωμα του περιτοναίου, τα συμπεράσματα τα βασιζόμενα στη γενική επιβίωση θα πρέπει να ερμηνευθούν με προσοχή.
Οι βλάβες ταξινομούνται, σύμφωνα με το σχήμα της ομάδος Sugarbaker19, ως βλεννώδες αδενοκαρκίνωμα υψηλής ή χαμηλής κακοήθειας που αντανακλά την ιστολογική διαβάθμιση των νεοπλασματικών επιθηλιακών κυττάρων. Εξ ορισμού ο καθορισμός των χαμηλής κακοήθειας βλεννωδών αδενοκαρκινωμάτων είναι συνώνυμο της διασπάρτου περιτοναϊκής βλεννοαδενώσεως (Disseminated intraperitoneal adenomucinosis). Aν και ο Sugarbaker έχει διατυπώσει την άποψη ότι το ψευδομύξωμα του περιτοναίου, ως όρος, θα πρέπει να εφαρμόζεται σε καλοήθεις περιπτώσεις της νόσου, άλλοι υποδηλώνουν ότι θα πρέπει να εφαρμόζεται επίσης σε χαμηλής κακοήθειας καταστάσεις. 
Η παρατήρηση αυτή, όμως, δεν υποστηρίζει τα συμπεράσματα συγγραφέων που προτείνουν ότι η ριζική κυτταρομείωση και η επικουρική ενδοπεριτοναϊκή θεραπεία είναι υπεύθυνη για τη βελτιωμένη επιβίωση στους ασθενείς με ψευδομύξωμα του περιτοναίου. Αντίθετα υποδηλώνει, ότι η βιολογία της νόσου παρά η επιθετική θεραπευτική αγωγή καθορίζει τελικά την έκβαση της νόσου.
Όπως και σε πολλές άλλες αναφορές, η επιλογή των ασθενών παίζει μεγάλο ρόλο σε οποιαδήποτε θεραπεία ακολουθείται. Η χειρουργική πρόθεση κάθε επακολούθου χειρουργικής επεμβάσεως διαμορφώνεται ανάλογα με την πορεία της νόσου. Κατά τη διάρκεια των αρχικών επεμβάσεων οι εγχειρήσεις τείνουν να είναι επιθετικότερες και πολύ συχνά καταλήγουν σε πλήρη κυτταρομείωση. Αν και οι ασθενείς συνήθως έχουν συμπτώματα, οι ασυμπτωματικοί ασθενείς υποβάλλονται συχνότερα σε εγχείρηση, βασιζόμενοι στην απεικονιστική ή στην αντικειμενική εξέταση.

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Κλινική κατάσταση προκαλούμενη από νεοπλασματικά κύτταρα τα οποία παράγουν άφθονη βλέννη ή βλεννώδη ασκίτη. Oι όγκοι αυτοί προκαλούν ίνωση των ιστών και παρεμποδίζουν την πέψη και την λειτουργία των ενδοκοιλιακών οργάνων και εάν παραμείνουν χωρίς θεραπεία τότε οι όγκοι και η βλέννη, που παράγουν, πληρούν την περιτοναϊκή κοιλότητα. Αποτέλεσμα είναι η συμπίεση και η παρακώλυση της λειτουργίας των ενδοκοιλιακών οργάνων (κόλον, λεπτό έντερο, στόμαχος κλπ). Η πρόγνωση είναι καλή, αλλά εάν η νόσος παραμείνει χωρίς θεραπεία, αποβαίνει θανατηφόρως λόγω καχεξίας, αποφράξεως του εντέρου ή  άλλων επιπλοκών.
Η νόσος προκαλείται συνήθως από βλεννώδη νεοπλάσματα της σκωληκοειδούς αποφύσεως, τα οποία θεωρούνται αινιγματικοί όγκοι, απρόβλεπτου βιολογικού δυναμικού. Επίσης, έχουν ενοχοποιηθεί οι βλεννώδεις όγκοι των ωοθηκών, αν και στις περισσότερες περιπτώσεις η προσβολή των ωοθηκών φαίνεται να είναι μετάσταση σκωληκοειδιτικής ή άλλης κακοήθους προελεύσεως εκ του γαστρεντερικού σωλήνος.
Πολλές μελέτες αποσκοπούσες στην αξιολόγηση της βιολογικής συμπεριφοράς των βλεννωδών νεοπλασμάτων της σκωληκοειδούς και του ψευδομυξώματος του περιτοναίου έχουν εφαρμόσει διαφορετικά ιστολογικά κριτήρια στη διάγνωση και στην περιγραφόμενη ορολογία  ταξινομήσεως των. Ως αποτέλεσμα, τα νεοπλάσματα αυτά και η συνοδός περιτοναϊκή νόσος αντιπροσωπεύουν ένα από τα θέματα που προκαλούν ακόμη σύγχυση και συζήτηση στην παθολογία του γαστρεντερικού συστήματος. 
Η νόσος ταξινομείται σε χαμηλής ή υψηλής κακοήθειας (σφραγιδογόρα κύτταρα). Η χαμηλής κακοήθειας νόσος σπανίως διασπείρεται, λεμφογενώς ή αιματογενώς.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. American Society of Clinical Oncology. Outcomes of cancer treatment for technology assessment and cancer treatment guidelines. J Clin Oncol 1996;14:671-679.
2. Bradley R.F., Cortina G., Geisinger K.R. "Pseudomyxoma peritonei: Review of the controversy". Curt Diagn Pathol 2007;13:410-416.
3. Chua Τ.C., Moran B.J., Sugarbaker P.H., et al. "Early- and Long-Term Outcome Data of Patients With Pseudomyxoma Peritonei From Appendiceal Origin Treated by a Strategy of Cytoreductive Surgery and Hyperthermic Intraperitoneal Chemotherapy". J Clin Oncol 2012;30:2449-2456.
4. Cuatrecasas M., Matias-Guiu X., Prat J. Synchronous mucinous tumors of the appendix and the ovary associated with pseudomyxoma peritonei. A clinicopathologic study of six cases with comparative analysis of c-Ki-ras mutations. Am J Surg Pathol 1996;20:739-746.
5. Culliford A.T., Paty P.B. "Surgical debulking and intrapertioneal chemotherapy for established peritoneal metastases from colon and appendix cancer". Ann Surg Oncol 2001;8:787-795.
6. Esquivel J., Sugarbaker P.H. Clinical presentation of the pseudomyxoma peritonei syndrome. Brit J Surg 2000;87:1414-1418.
7. Fenoglio-Preiser C.M., Pascal R.R., Perzin K. Tumors of the intestines. Atlas of tumor pathology. 2nd series, Fascicle 27.Washington, DC: Armed Forces Institute of Pathology; 1990.
8. Gough D.B., Donohue J.H., Schutt A.J., et al. Pseudomyxoma peritonei. Long-term patient survival with an aggressive regional approach. Ann Surg 1994;219:112-119.
9. Hinson F.L., Ambrose N.S. Pseudomyxoma peritonei. Brit J Surg 1998;85:1332-1339.
10. Guerrieri C., Franlund B., Boeryd B. Expression of cytokeratin 7 in simultaneous mucinous tumors of the ovary and appendix. Mod Pathol 1995;8:573-576.
11. Jacquemin G., Laloux P. "Pseudomyxoma peritonei: review on a cluster of peritoneal mucinous diseases". Acta Chir Belg 2005;105:127-133.
12. Jacquet P., Sugarbaker P.H. Current methodologies for clinical assessment of patients with peritoneal carcinomatosis. J Exp Clin Cancer Res 1996;15:49-58.
13. Lee K.R., Scully R.E. Mucinous tumours of the ovary. Am J Surg Pathol 2000;24:1447-1464.
14. Meyers M.A. Distribution of intra-abdominal malignant seeding: dependency on dynamics of flow of ascitic fluid. AJR1973;119:198-206.
15. Misdraji, J. Appendiceal mucinous neoplasms: Controversial issues. Arch Pathol Lab Med. (Pathology Portal) 2010;134:864-870.
16. Muhamod F., Cecil T., Moran B., Sugarbaker P.H. A new standard of care for the management of peritoneal surface malignancy. Curr Oncol 2011;18:e84-e96.
17. Prayson R.A., Hart W.R., Petras R.E. Pseudomyxoma peritonei. A clinicopathologic study of 19 cases with emphasis on site of origin and nature of associated ovarian tumors. Am J Surg Pathol 1994;18:591-603.
18. Qu Z., Liu L. Management of pseudomyxoma peritonei. World J Gastroenterol 2006;12:6124-6127.
19. Ronnett B.M., Zahn C.M., Kurman R.J., et al. Disseminated peritoneal adenomucinosis and peritoneal mucinous carcinomatosis. A clinicopathologic analysis of 109 cases with emphasis on distinguishing pathologic features, site of origin, prognosis, and relationship to “pseudomyxoma peritonei” Am J Surg Pathol 1995;19:1390-1408.
20. Ronnett B.M., Kurman R.J., Zahn C.M., et al. Pseudomyxoma peritonei in women: a clinicopathologic analysis of 30 cases with emphasis on site of origin, prognosis, and relationship to ovarian mucinous tumors of low malignant potential. Hum Pathol 1995;26:509-524.
21. Ronnett B.M., Shmookler B.M., Diener-West M., et al. Immunohistochemical evidence supporting the appendiceal origin of pseudomyxoma peritonei in women. Int J Gynecol Pathol 1997;16:1-9.
22. Ronnett B.M., Shmookler B.M., Sugarbaker P.H., Kurman R.J. Pseudomyxoma peritonea: new concepts in diagnosis, origin, nomenclature, and relationship to mucinous borderline (low malignant potential) tumors of the ovary. Anat Pathol 1997;2:197-226.
23. Ronnett B.M., Kurman R.J., Shmookler B.M., et al. The morphologic spectrum of ovarian metastases of appendiceal adenocarcinomas: a clinicopathologic and immunohistochemical analysis of tumors often misinterpreted as primary ovarian tumors or metastatic tumors from other gastrointestinal sites. Am J Surg Pathol 1997;21:1144-1155.
24. Spertus J. Selecting end-points in clinical trials: what evidence do we really need to evaluate a new treatment? Am Heart J 2001;142:1-4.
25. Sugarbaker P.H. Peritonectomy procedures. Ann Surg 1995;221:29-42.
26. Sugarbaker P.H., Ronnett B.M., Archer A., et al. Pseudomyxoma peritonei syndrome. Adv Surg 1997;30:233-280.
27. Sugarbaker P.H. Management of Peritoneal Surface Malignancy Using Intraperitoneal Chemotherapy and Cytoreductive Surgery. A Manual for Physicians and Nurses. 3rd ed. Grand Rapids, Michigan: The Ludann Company, 1998.
28. Sugarbaker P.H., Chang D. Results of treatment of 385 patients with peritoneal surface spread of appendiceal malignancy. Ann Surg Oncol 1999;6:727-731.
29. Sugarbaker P.H., Schmookler B., Ronnett B.M., Chang D. Pseudomyxoma peritonei. Br J Surg 1999;86:842 (Letter).
30. Sugarbaker P.H. Cytoreductive surgery and peri-operative intraperitoneal chemotherapy as a curative approach to pseudomyxoma peritonei syndrome. Eur J Surg Oncol 2001;27:239-243.
31. Sugarbaker P. New standard of care for appendiceal epithelial neoplasms and pseudomyxoma peritonei syndrome?. Lancet Oncol 2006;7:69-76.
32. Szych C., Staebler A., Connolly D.C.,et al. Molecular genetic evidence supporting the clonality and appendiceal origin of pseudomyxoma peritonei in women. Am J Pathol 1999;6:1849-1855.
33. Tamburini M., Casali P., Miccinesi G. Outcome assessment in cancer management. Surg Clin North Am. 2000;80:471-486.
34. Wirtzfeld D.A., Rodriguez-Bigas M., Weber T., et al. Disseminated peritoneal adenomucinosis: a critical review. Ann Surg Oncol 1999;6:797-801.
35. Werth R. Klinische und anatomische untersuchungen zur lehre von den bauchgeschwuelsten und der laparotomie. Arch Gynaekol 1884;24:100-118.
36. Young R.H., Gilks C.B., Scully R.E. Mucinous tumors of the appendix associated with mucinous tumors of the ovary and pseudomyxoma peritonei. A clinicopathological analysis of 22 cases supporting an origin in the appendix. Am J Surg Pathol 1991;18:415-429.
37. Young R. Pseudomyxoma peritonei and selected other aspects of the spread of appendiceal neoplasm. Semin Diagn Pathol 2004;21:134-150.