ΜΕΓΑΚΟΛΟ
Το μεγάκολο, όπως και το μεγα-ορθό, είναι
περιγραφικός όρος που δείχνει διάταση του κόλου του παχέος εντέρου που δεν
οφείλεται σε μηχανική απόφραξη.
Ενώ ο όρος του μεγακόλου ποικίλλει στη
βιβλιογραφία, οι περισσότεροι συγγραφείς χρησιμοποιούν την μέτρηση της
διαμέτρου του τυφλού (>12 εκ.) για να καθορίσουν το μεγάκολο. Επιπροσθέτως
προς τον όρο αυτό, επειδή η διάμετρος του παχέος εντέρου ποικίλλει στις
διάφορες μοίρες του, μετρήσεις >6.5 εκ. στην ορθοσιγμοειδική περιοχή και 8 εκ. στο ανιόν κόλο μπορεί
επίσης να είναι σημαντική.
Σύμφωνα με την οξύτητα ενάρξεως του, το μεγάκολο
διακρίνεται σε 3 κατηγορίες, οι οποίες θα αναφερθούν αναλυτικά: 1/ Οξύ
μεγάκολο, 2/ Χρόνιο μεγάκολο, το οποίο οφείλεται σε επίκτητες, συγγενείς ή
ιδιοπαθείς αιτίες και 3/ Τοξικό μεγάκολο.